βαρυσήμαντος

βαρυσήμαντος
-η, -ο
αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο πολύ σημαντικός: Οι βαρυσήμαντες δηλώσεις του πρωθυπουργού έκαναν αίσθηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρυσήμαντος — η, ο (για λόγο ή πράξη) αυτός που έχει μεγάλη σπουδαιότητα, που είναι πολύ σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σημαντός < σημαίνω «είμαι άξιος λόγου». Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Κ. Η. Βασιάδη] …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • κρήγυος — κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, ον (Α) 1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.) 2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.) 3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος 4. (για γυναίκα) τίμια 5. (το ουδ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • πολυσήμαντος — η, ο / πολυσήμαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη») νεοελλ. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος αρχ. φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» τίτλος έργου τού Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πολυσήμαντος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλές σημασίες: Πολυσήμαντη λέξη. 2. σημαντικός, βαρυσήμαντος, σπουδαίος: Πολυσήμαντη δήλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”